- ἐλαιώδης
- ἐλαι-ώδης, ες,A oily, Hp.Epid.3.17.ά, Philum.Ven.17.1; oleaginous,
λιπαρότης Arist.HA522a22
;τῇ γεύσει Dsc.1.39
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπαρότης Arist.HA522a22
;τῇ γεύσει Dsc.1.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλαιώδης — oily masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐλαιώδης oily masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐλαιώδης oily masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαιώδης — ες (AM ἐλαιώδης, ες) αυτός που μοιάζει με λάδι στη σύστασή του νεοελλ. αυτός που περιέχει λάδι ή άλλη λιπαρή ύλη («ελαιώδη προϊόντα») αρχ. αυτός που έχει το χρώμα τού λαδιού, λαδόχρωμος, λαδής … Dictionary of Greek
ελαιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. που μοιάζει με λάδι στη σύσταση: Ελαιώδες υγρό. 2. που περιέχει λάδι ή άλλη λιπαρή ουσία: Ελαιώδεις καρποί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλαιώδει — ἐλαιώδης oily masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐλαιώδης oily masc/fem/neut dat sg ἐλαιώδεϊ , ἐλαιώδης oily dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιώδη — ἐλαιώδης oily neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐλαιώδης oily masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐλαιώδης oily masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιωδέστατον — ἐλαιώδης oily masc acc superl sg ἐλαιώδης oily neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιῶδες — ἐλαιώδης oily masc/fem voc sg ἐλαιώδης oily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιώδεα — ἐλαιώδης oily neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐλαιώδης oily masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιώδεις — ἐλαιώδης oily masc/fem acc pl ἐλαιώδης oily masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιωδῶν — ἐλαιώδης oily masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιώδεσι — ἐλαιώδης oily masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)